δίαντα

δίαντα
δίαντα
right through
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαντά — διαντός capable of being wetted neut nom/voc/acc pl διαντά̱ , διαντός capable of being wetted fem nom/voc/acc dual διαντά̱ , διαντός capable of being wetted fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”